- καλοπέφτω
- συνάπτω καλό, ευτυχισμένο γάμο, πέφτω καλά, σε καλούς ανθρώπους, καλοπαντρεύομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοπέφτω — καλόπεσα, καλοπεσμένος, πέφτω σε καλά χέρια: Έχει καλοπέσει το κορίτσι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)